- γαστρώδεις
- γαστρώδηςpot-belliedmasc/fem acc plγαστρώδηςpot-belliedmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πίων — ῑov και ανώμαλος τ. θηλ. πίειρα Α 1. (κυρίως στον Όμ. και ιδίως για ζώα) παχύς, ευτραφής («ἔθηκ ὄϊος καὶ πίονος αἰγός», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ. και ιδίως για άνδρες) σαρκώδης, λιπώδης («καὶ για γαστρώδεις καὶ παχύκνημοι καὶ πίονές εἰσιν ἀσελγῶς»,… … Dictionary of Greek